κανένας

κανένας
και κανείς, καμιά, κανένα (Μ κανείς, καμία, κανέν, αρσ. και κανένας και κιανείς και κιανένας, θηλ. και καμιά και κιαμιά, ουδ. και κανένα[ν] και κιανένα[ν])
1. (με άρνηση) ούτε ένας, ουδείς («η πληγή δεν έχει κανέναν κίνδυνο»)
2. κάποιος, ένας («θέλει κανείς σας να μιλήσει;» — θέλει κάποιος από σας να μιλήσει;)
3. (με λέξεις που δηλώνουν ποσότητα ή χρόνο) σχεδόν, περίπου (α. «κανένα τέταρτο», β. «καμιά χιλιάδα»)
4. φρ. α) «καμιά φορά» ή «καμία φορά» — κάποτε, κάπου-κάπου
β) «κάνα-δυο» — περίπου ένα-δύο, μερικοί, -ές, -ά («δάνεισέ μου κάνα-δυο εκατομμύρια»)
νεοελλ.
1. καθένας, οποιοσδήποτε («είναι να τραβά κανείς τα μαλλιά του με αυτή την κατάσταση»)
2. με αοριστολ. ενν. αντί τού α' προσ. («δεν θέλει κανείς να τον θίξει
αλλιώς θα έβρισκε για τα καλά τον μπελά του» — αντί: δεν θέλω... αλλιώς...)
3. ιδίως με κύριο όν., και κυρίως γνωστό και ξακουστό, δηλώνει υπόνοια ή επιτυγχάνει την έξαρση ή και την υποτίμηση προσώπων ή έργων («δεν είναι δα και κανένας Βενιζέλος»)
4. φρ. α) «με κανέναν τρόπο» — καθόλου
β) «εις καιρόν κ(ι)ανένα» — κάποτε («σ' εβάρυνα κι εγώ εισέ καιρόν κιανένα», Ερωτόκρ.)
γ) «καμιά βολά» — αν καμιά φορά, αν κάποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. φρ. κἂν εἷς ή κἄν ἕνας (ο μεταπλασμός τού εἷς σε ἕνας είχε πραγματοποιηθεί ήδη κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους και οι δύο τ. κανείς και κανένας συνυπήρχαν όπως και σήμερα). Η φρ. μπορούσε να σημαίνει είτε «τουλάχιστον ένας» είτε «ούτε ένας» (πρβλ. κἂν). Στην πρώτη περίπτωση η σημ. εξελίχθηκε σε «κάποιος» (Είδες κανένα; Δώσε μου κανένα βιβλίο). Στη δεύτερη περίπτωση η σημ. εξελίχθηκε σε «ουδείς», παρέμεινε όμως η αντίστοιχη σύνταξη τού κἂν με άρνηση (Δεν είδα κανένα. Δεν έχω κανένα βιβλίο να σου δώσω, αλλά Ἓν οἶδα ὅτι ούδὲν οἶδα)]. Ο τ. καμμία < φρ. κἂν μία με αφομοίωση. Ο τ. καμμιά (ορθτ. γρφ. αντί καμιά) < καμμία με καταβιβασμό του τόνου και συνίζηση (πρβλ. καρδία: καρδιά). Τέλος η γρφ. καμιά < καμμιά με απλογραφία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ουδείς — ουδεμία, ουδέν (AM οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν, Α αρσ. και οὐθείς, ουδ. και οὐθέν) (αόρ. αντων. που κλίνεται κατά το εἷς, μία, ἕν) 1. ούτε ένας, κανένας («οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», ΚΔ) 2. το ουδ. ως ουσ. το ουδέν κανένα πράγμα, τίποτε 3 …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • μηδείς — μηδεμία, μηδέν, θηλ. και μηδεμιά (ΑΜ μηδείς, μηδεμία, μηδέν, Α και μηθείς, μηθεμία, μηθέν, αιολ. θηλ. μήδεϊα και μηδεΐα, Μ αρσ. και μηδένας) (αόρ. αντων.) 1. ούτε ένας, κανένας 2. φρ. α) «μηδένα πρὸ τοῡ τέλους μακάριζε» (λόγοι τού Σόλωνος προς… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Κοράνι — Το ιερό βιβλίο του ισλαμισμού, για το οποίο οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι αποκαλύφθηκε από τον Θεό στον Μωάμεθ, μέσω του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Η ονομασία Κ. ή Κοράνιο (αραβικά Κουράν, Qur’an) προέρχεται από το αραβικό ρήμα κάρα, που σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • Λούξορ — (αιγυπτ. El Uqsor, διεθν. Luxor). Πόλη (360.503 κάτ. το 1996) της Αιγύπτου και κυβερνείο (επαρχία) της χώρας στην Άνω Αίγυπτο. Η πόλη βρίσκεται στην ανατολική όχθη του Νείλου και είναι χτισμένη, μαζί με τη γειτονική Ελ Καρνάκ, στην τοποθεσία των… …   Dictionary of Greek

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

  • Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… …   Wikipedia

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”